- επιμετάλλωση
- Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε.
Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την επικάλυψη μεταλλικών μόνο αντικειμένων, τα οποία βυθίζονται σε ένα λουτρό από λιωμένο μέταλλο, ώσπου να στερεοποιηθεί ένα στρώμα μετάλλου στην επιφάνεια των αντικειμένων.
Η καθοδική ε. χρησιμοποιείται για την επένδυση μικρών αντικειμένων με χρυσό ή βαρέα μέταλλα· το σύστημα αυτό περιλαμβάνει έναν θάλαμο γεμάτο αέριο σε χαμηλή πίεση, όπου εισάγονται τα προς ε. αντικείμενα. Από το μέταλλο που αποτελεί την κάθοδο, για μια ορισμένη τάση εκκένωσης, εκτοξεύονται ουδέτερα άτομα, τα οποία προσπίπτουν στο αντικείμενο και το καλύπτουν. Επιτυγχάνεται έτσι μια λαμπρότατη επίστρωση.
Η ηλεκτρόλυση επιτρέπει την ε. μη μεταλλικών αντικειμένων, αρκεί να γίνουν αγώγιμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, αν το υλικό επιχριστεί με γραφίτη ή επικαλυφθεί με ένα λεπτό στρώμα αργύρου. Σε κάθε περίπτωση, για να επιτευχθεί μια καλή επινικέλωση, επαργύρωση ή επιχρύσωση πρέπει να εφαρμοστούν ιδιαίτεροι συνδυασμοί ως προς τη θερμοκρασία, την προσθήκη οργανικών ουσιών και αλάτων, την ανάδευση του ηλεκτρολυτικού λουτρού κλπ.
Άλλο σύστημα ε. είναι η εξάτμιση σε κενό του μετάλλου, το οποίο παρεμβάλλεται με τη μορφή σύρματος σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή θερμαίνεται από μια ηλεκτρική αντίσταση σε φούρνο· αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται για την επικάλυψη γυαλιού με χαλκό, άργυρο ή χρυσό. Η επιχρύσωση των ξύλινων αντικειμένων τελείται με πίεση ενός φύλλου του μετάλλου πάνω στη μη μεταλλική επιφάνεια.
Εγκατάσταση για την επιμετάλλωση σε κενό.
Επιμετάλλωση με ηλεκτρολυτικό λουτρό αντικειμένων που δεν είναι μεταλλικά και έχουν γίνει αγώγιμα.
* * *ηη επικάλυψη τής επιφάνειας μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμεταλλώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιμετάλλωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσ. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.